Ἀντιφάνη

Ἀντιφάνη
Ἀντιφάνης
masc nom/voc/acc dual (doric aeolic)
Ἀντιφάνης
masc acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀντιφάνη — ἀντί φαίνω A ren. aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) ἀντί φανάω pres imperat act 2nd sg (doric) ἀντί φανάω pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρύβαλλος — Πήλινο αγγείο, που το χρησιμοποιούσαν οι αθλητές της αρχαίας Ελλάδας, για να βάζουν το λάδι που τους ήταν απαραίτητο στην παλαίστρα. Από τις αγγειογραφίες γνωρίζουμε ότι το κρεμούσαν με κορδόνι από τον καρπό. Στην επιφάνειά του είχε παραστάσεις.… …   Dictionary of Greek

  • βέργα — I Αρχαία πόλη της Βισαλτίας (Μακεδονία) στον ποταμό Στρυμόνα, 200 στάδια από την Αμφίπολη. Η B., που υπήρξε γενέτειρα του κωμικού Αντιφάνη, ήταν μέλος της A’ Αθηναϊκής συμμαχίας. Η Β. λεγόταν και Βέργιον. II Ορεινός οικισμός (υψόμ. 910 μ., 147… …   Dictionary of Greek

  • δραπεταγωγός — δραπεταγωγός, όν (Α) 1. αυτός που συλλαμβάνει δραπέτη δούλο και τόν αναγκάζει να επιστρέψει 2. τίτλος κωμωδίας τού Αντιφάνη …   Dictionary of Greek

  • καρίνη — καρίνη, ἡ (Α) 1. ως κύριο όν. Καρίνη α) γυναίκα από την Καρία β) τίτλος κωμωδιών τού Αντιφάνη και τού Μενάνδρου 2. (κατά τον Ησύχ.) θρηνωδός, μοιρολογίστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κάρες + κατάλ. ίνη, θηλ. τού ίνος] …   Dictionary of Greek

  • περικλυτός — Έλληνας γλύπτης και χαλκοπλάστης, που αναφέρεται από τον Πλίνιο ότι έζησε το δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. Υπήρξε μαθητής του περίφημου γλύπτη Πολύκλειτου του Αργείου και δάσκαλος του Αντιφάνη από τη Σικυώνα. Ο Παυσανίας ανάφερει ως έργο του Π.,… …   Dictionary of Greek

  • στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • Δεξίλεως — (414 – 394 π.Χ.). Αθηναίος αριστοκράτης της τάξης των ιππέων. Σκοτώθηκε σε ηλικία είκοσι ετών, μαζί με άλλους ιππείς και με τον φύλαρχο Αντιφάνη, στην Κόρινθο. Τον έθαψαν στον Κεραμεικό, όπου σώζεται επιτύμβια στήλη αττικής τέχνης με παράσταση… …   Dictionary of Greek

  • Ζευξίππη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αδελφή της μητέρας του βασιλιά της Αθήνας Πανδίονα και σύζυγός του, μητέρα της Πρόκνης, της Φιλομήλας, του Ερεχθέα και του Βούτου. Κατά τον Υγίνο ήταν κόρη του Εριδάμου, σύζυγος του Τελεόντα και μητέρα του Βούτου. 2 …   Dictionary of Greek

  • Κλέων — I (; – 422 π.Χ.). Αθηναίος πολιτικός, γιος του ευκατάστατου βυρσοδέψη Κλεαινέτου. Υπήρξε ο πρώτος σημαντικός πολιτικός της εποχής του που προερχόταν από τον εμπορικό κόσμο. Γι’ αυτό τον λόγο, οι αριστοκρατικοί άσκησαν έντονη πολεμική εναντίον του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”